του Νίκου Στέλγια
Η τουρκοκυπριακή κοινότητα βιώνει τις τελευταίες εβδομάδες μια περίοδο έντονου κοινωνικοπολιτικού αναβρασμού, πυροδοτούμενη από έναν νέο κανονισμό του «υπουργείου εθνικής παιδείας» σχετικά με τη χρήση της μαντίλας στα σχολεία. Αυτή η εξέλιξη, ωστόσο, λειτουργεί ως καταλύτης για βαθύτερες ανησυχίες και διεργασίες, και η κατανόησή της απαιτεί προσοχή μακριά από εύκολες, μονοδιάστατες ερμηνείες.Η άμεση αντίδραση ήρθε από τα τουρκοκυπριακά συνδικάτα και την αντιπολίτευση, τα οποία είδαν στον κανονισμό μια ευθεία παραβίαση της αρχής του κοσμικού κράτους, μιας θεμελιώδους αρχής για σημαντικό μέρος της κοινότητας. Οι δυναμικές κινητοποιήσεις στους δρόμους των κατεχόμενων πόλεων, με την απειλή μιας γενικής απεργίας να πλανάται, καταδεικνύουν το βάθος της αντίδρασης. Η πόλωση αυτή μεταφέρεται και στον ψηφιακό κόσμο, όπου συντηρητικοί κύκλοι από την Τουρκία επιτίθενται σφοδρά στις προοδευτικές φωνές των Τουρκοκυπρίων, εξοργίζοντας περαιτέρω την κοινότητα και περιπλέκοντας την κατάσταση.
Όλα αυτά εκτυλίσσονται σε ένα ήδη φορτισμένο πολιτικό σκηνικό. Η επιστροφή του έμπειρου Τούρκου διπλωμάτη, Αλί Μουράτ Μπάστσερι, στην «πρεσβεία» της Άγκυρας στην κατεχόμενη Λευκωσία – ενός προσώπου με γνωστή εμπλοκή στην προηγούμενη διαδικασία ανάδειξης του Ερσίν Τατάρ – συμπίπτει με την έναρξη της προεκλογικής περιόδου για την ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η παρουσία υποψηφίων όπως ο νυν ηγέτης Ερσίν Τατάρ, ο Τουφάν Έρχιουρμαν, ο Κουντρέτ Όζερσαϊ, ο Ερχάν Αρίκλι και ο Σερντάρ Ντενκτάς προδιαγράφει μια περίοδο έντονων πολιτικών ζυμώσεων, όπου η σχέση με την Άγκυρα και η ταυτότητα της κοινότητας θα βρεθούν αναπόφευκτα στο επίκεντρο.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι ερμηνείες που δίνονται τόσο στην Τουρκία όσο και στην ελληνοκυπριακή πλευρά τείνουν να είναι υπεραπλουστευτικές. Στην Τουρκία, η αντιπολίτευση βλέπει έναν αγώνα για τον κεμαλισμό, ενώ οι κυβερνητικοί κύκλοι κατηγορούν τους Τουρκοκύπριους σχεδόν για υποκίνηση πραξικοπήματος. Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, συχνά περιορισμένη σε επιφανειακές αναγνώσεις και στερεότυπα, ορισμένοι διαβλέπουν έναν «τελικό αγώνα ανεξαρτησίας» από την Τουρκία.
Ωστόσο, η πραγματικότητα στο πεζοδρόμιο της «άλλης» Λευκωσίας είναι πιο σύνθετη και διαψεύδει αυτές τις μονοδιάστατες αναγνώσεις για τρεις βασικούς λόγους:
Πρώτον, δεν διαδηλώνουν μόνο οι υπέρμαχοι του κοσμικού κράτους: Στις κινητοποιήσεις συμμετέχουν, δίπλα στην Τουρκοκυπριακή Αριστερά και τους κεμαλιστές, και συντηρητικοί πολίτες. Αυτοί οι πολίτες, ακόμη και αν τάσσονται υπέρ της ελεύθερης χρήσης της μαντίλας, εκφράζουν τη βαθιά τους δυσαρέσκεια για τον τρόπο με τον οποίο η Άγκυρα διαχειρίζεται τις σχέσεις της με την κοινότητα και για τη γενικότερη, προβληματική εικόνα της σύγχρονης τουρκοκυπριακής πραγματικότητας. Η διαμαρτυρία τους αφορά την επιβολή και την παρέμβαση, όχι απαραίτητα το ίδιο το θρησκευτικό σύμβολο.
Δεύτερον, δεν υπάρχει αίτημα για πραξικόπημα: Οι ισχυρισμοί φιλοκυβερνητικών κύκλων στην Τουρκία περί αναβίωσης πραξικοπηματικών νοοτροπιών είναι αβάσιμοι. Οι Τουρκοκύπριοι διαδηλώνουν ακριβώς ενάντια σε αυτό που αντιλαμβάνονται ως πραξικοπηματικές παρεμβάσεις στα εσωτερικά τους ζητήματα και ως διάβρωση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων τους από Τούρκους αξιωματούχους.
Τρίτον, δεν επιδιώκεται η πλήρης ρήξη με την Τουρκία: Η πλειοψηφία των διαδηλωτών δεν ζητά την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, των Τούρκων πολιτών ή την πλήρη διακοπή των δεσμών με την Άγκυρα. Αυτό που διεκδικούν είναι μια αλλαγή στη φύση αυτής της σχέσης: μια σχέση πιο ισότιμη, πιο δημοκρατική, όπου η φωνή και οι ιδιαιτερότητες της τουρκοκυπριακής κοινότητας θα γίνονται σεβαστές και θα λαμβάνονται υπόψη.
Εν κατακλείδι, ο τρέχων αναβρασμός στην τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν μπορεί να ερμηνευτεί μέσα από στενά ιδεολογικά ή πολιτικά πρίσματα. Αγγίζει βαθύτερες ταξικές, κοινωνικές πληγές και ανησυχίες που σχετίζονται με την ταυτότητα, την αυτονομία και το μέλλον της κοινότητας εντός ενός περίπλοκου πλαισίου εξαρτήσεων και επιρροών. Η κατανόηση αυτών των βαθύτερων αιτιών απαιτεί προσεκτική παρατήρηση και ανάλυση, μακριά από τις σειρήνες των εύκολων συμπερασμάτων και των μονοδιάστατων αναγνώσεων που συσκοτίζουν αντί να φωτίζουν την κατάσταση. Το σίγουρο είναι ότι οι εξελίξεις αυτές θα έχουν συνέχεια και θα επηρεάσουν σημαντικά το μέλλον της κοινότητας και, ενδεχομένως, τις ευρύτερες ισορροπίες στην Κύπρο.