Νεαρές γυναίκες καταγγέλλουν παρεμβάσεις της Άγκυρας και διεκδικούν το μέλλον τους
Σε κλίμα έντασης και καθημερινών διαδηλώσεων συνεχίζεται η αναστάτωση που έχει προκληθεί στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, μετά την εισαγωγή νέου κανονισμού από το «υπουργείο εθνικής παιδείας» σχετικά με τη χρήση της μαντίλας στα σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τουρκοκυπριακές συνδικαλιστικές οργανώσεις και κόμματα της αντιπολίτευσης εκφράζουν έντονη διαμαρτυρία, θεωρώντας τον κανονισμό ως μια ακόμη προσπάθεια της Άγκυρας να παρέμβει στα εσωτερικά ζητήματα της κοινότητας και να αλλοιώσει τον κοσμικό της χαρακτήρα.
Μέσα σε αυτό το τεταμένο κλίμα, η Levant Files συνομίλησε με τρεις νεαρές Τουρκοκύπριες, οι οποίες μοιράστηκαν τις σκέψεις και τις ανησυχίες τους. Λόγω της όξυνσης των κοινωνικοπολιτικών εντάσεων και των πιέσεων, και κατόπιν αιτήματος των ιδίων, τα ονόματά τους δεν δημοσιοποιούνται για την προστασία τους. Οι μαρτυρίες τους, ωστόσο, προσφέρουν μια σπάνια ματιά στις βαθύτερες ανησυχίες που διακατέχουν τη νέα γενιά.
Η Χ, η οποία ζει σε περιοχή που πριν το 1974 κατοικούνταν αποκλειστικά από Ελληνοκύπριους, περιγράφει μια αίσθηση «εγκλωβισμού», τόσο φυσικού όσο και ιδεολογικού, στο μη αναγνωρισμένο διεθνώς μόρφωμα της «τδβκ». Με κοντινά της πρόσωπα να διώκονται στην Τουρκία για δεσμούς με το κουρδικό κίνημα και η ίδια να κατέχει μόνο το «διαβατήριο» της «τδβκ» που περιορίζει δραστικά τις μετακινήσεις της, η Χ τονίζει: «Στην κοινότητα μου - και επιμένω στον όρο γιατί νιώθω Τουρκοκύπρια, εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα - η μαντίλα δεν ήταν ποτέ πρόβλημα. Έχω συγγενείς που τη φορούν από μικρές. Κανείς δεν μας ενόχλησε, κανείς δεν μας ζήτησε να τη βγάλουμε». Καταγγέλλει πως «άνθρωποι του ΑΚΡ (κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης της Τουρκίας) επιχείρησαν να εντυπωσιάσουν τα αφεντικά τους στην Άγκυρα, προκαλώντας αναστάτωση στα σχολεία μας», μετατρέποντας ένα ανύπαρκτο ζήτημα σε κρίση. «Ως νέα γυναίκα, σε μια εποχή που μιλάμε για ταξίδια σε άλλους πλανήτες και τεχνητή νοημοσύνη, θεωρώ χάσιμο χρόνου να ασχολούμαστε με τη μαντίλα στα σχολεία», δηλώνει, προσθέτοντας όμως με έμφαση: «Απαιτώ σεβασμό στα δικαιώματά μου, στη γυναικεία μου ταυτότητα. Θέλω τις ελευθερίες που έχουν οι γυναίκες στην ηλικία μου στην ευρωπαϊκή πλευρά της Κύπρου (σ.σ. περιοχές που ελέγχονται από την Κυπριακή Δημοκρατία). Γι' αυτό διαδηλώνω: όχι για τη μαντίλα, αλλά για μια δημοκρατική, ενωμένη, ειρηνική Κύπρο, ενάντια σε όσους πολεμούν αυτό το όραμα!»
Η Ψ, με ρίζες στην Πάφο, εκφράζει οργή για την τ/κ ηγεσία: «Μας διοικούν ανίκανοι άνθρωποι, που υπηρετούν μόνο τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς και την Άγκυρα. Παρουσιάζονται στην Άγκυρα ως προστάτες μας από τους Ελληνοκύπριους για να πάρουν χρήματα και εξουσία, εκτελώντας τις διαταγές της». Η Ψ βλέπει πίσω από τις εξελίξεις ένα σχέδιο προσάρτησης από την Τουρκία: «Και η Άγκυρα μας ετοιμάζει για προσάρτηση. Με όλα τα "καλά" που βιώνει η Τουρκία: αυταρχισμό, διακρίσεις κατά γυναικών και ομάδων, παραβίαση δικαιωμάτων, συντηρητισμό, εθνικισμό». Αναγνωρίζει την ύπαρξη αντίστασης, αλλά εκφράζει αμφιβολία για το μέλλον: «Πόσο θα αντέξουμε; Τι θα γίνει αν η Τουρκία μας επιβάλλει την τελική προσάρτηση;». Αισθάνεται, δε, εγκατάλειψη: «Σε αυτόν τον αγώνα είμαστε ολομόναχοι. Οι Ελληνοκύπριοι μας γύρισαν την πλάτη. Τους νοιάζουν μόνο οι περιουσίες τους στον Βορρά. Πού είναι οι Ελληνοκύπριες; Γιατί δεν διαδηλώνουν μαζί μας; Πού είναι η ΕΕ; Γιατί δεν αντιδρά στα πορνεία που λειτουργούν σε όλο το νησί;»
Η Ζ, γεννημένη στο βόρειο τμήμα πριν από περίπου 20 χρόνια και παιδί γονέων που υπηρέτησαν σε ευαίσθητες τουρκικές υπηρεσίες, μίλησε από τουρκική πόλη, όπου συμμετείχε σε διαδηλώσεις κατά της τουρκικής κυβέρνησης. «Νιώθω απέραντο θυμό για όσα συμβαίνουν στη Βόρεια Κύπρο και την Τουρκία», δηλώνει. «Την ώρα που το τίμημα του να είσαι γυναίκα εδώ μεγαλώνει καθημερινά, μας επιβάλλουν κανονισμούς, υποχρεωτική ενδυμασία. Για να ξεχάσουμε τη φτώχεια, την ακρίβεια, τον αυταρχισμό, μας πουλάνε εθνικισμό, πατρίδα, θρησκεία». Με περηφάνια για την οικογενειακή της ιστορία (σ.σ. «εγγονή μαρτύρων και ηρώων του έθνους» όπως σημειώνει η ίδια), στέλνει μήνυμα: «Σε αυτούς που μου πουλάνε μαντίλα, σημαία, εθνικισμό, απαντώ: Αφήστε στην άκρη το Ισλάμ και τη σημαία του έθνους μου. Δεν έχετε το ήθος να αναμετρηθείτε με την ιστορία που κουβαλάω. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να καταπιέζει μικρά κορίτσια για τη μαντίλα. Κανείς δεν μπορεί να ανακατευτεί στο τι θα φορέσω, τι ώρα θα βγω, με ποιον ή ποια θα φιληθώ. Είμαι κοπέλα του Ατατούρκ, έτοιμη να πολεμήσω όσους ονειρεύονται να μετατρέψουν την Τουρκία και τη Βόρεια Κύπρο σε νέα Συρία».
Οι μαρτυρίες των τριών νεαρών γυναικών αναδεικνύουν τις βαθιές ανησυχίες που διαπερνούν ένα σημαντικό τμήμα της τουρκοκυπριακής κοινωνίας, ιδιαίτερα της νέας γενιάς. Πέρα από το ζήτημα της μαντίλας, εκφράζεται ο φόβος για την αυξανόμενη επιρροή της Άγκυρας, η αμφισβήτηση της τοπικής ηγεσίας, η αγωνία για τη διατήρηση της κοσμικής ταυτότητας της κοινότητας και των ατομικών ελευθεριών, καθώς και μια αίσθηση απομόνωσης. Οι φωνές αυτές αποτελούν ένα ισχυρό κάλεσμα για σεβασμό της αυτοδιάθεσης της τ/κ κοινότητας και μια υπενθύμιση των πολύπλοκων προκλήσεων που αντιμετωπίζει στο δρόμο προς το μέλλον.