Ο κ. Έρχιουρμαν ξεκίνησε την παρέμβαση του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υπογραμμίζοντας ότι η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του τρόπου ζωής των Τουρκοκυπρίων, χαρακτηρίζοντας στο πλαίσιο αυτό «μη νόμιμη, μη νόμιμη και λανθασμένη» την αστυνομική επέμβαση εναντίον ειρηνικής διαδήλωσης κατά την επίσκεψη Ερντογάν.
Επανέλαβε εμφατικά τη θέση του ότι οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής κοινότητας πρέπει να διέπονται από διάλογο και αμοιβαία συνομιλία, και όχι από μονολόγους από τη μία ή την άλλη πλευρά. Σημείωσε ότι αυτή η αναγκαία συνθήκη διαλόγου καθίσταται αδύνατη επί του παρόντος, αποδίδοντας την ευθύνη στο «διοικητικό κενό» που, όπως είπε, έχει δημιουργηθεί από την τουρκοκυπριακή ηγεσία υπό την επιρροή της Άγκυρας.
Εστιάζοντας στο Κυπριακό, ο κ. Ερχιουρμάν αμφισβήτησε ευθέως τη θέση Ερντογάν ότι «αν υπάρξει νέα διαπραγμάτευση, αυτή δεν θα γίνει πλέον μεταξύ δύο κοινοτήτων, αλλά μεταξύ δύο κυρίαρχων ίσων κρατών». Ανέλυσε γιατί θεωρεί αυτή την προσέγγιση μη ρεαλιστική και προβληματική. Συγκεκριμένα, τόνισε ότι εφόσον οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (ΣΑ ΟΗΕ) παραμένουν ως έχουν, μια τέτοια διαπραγμάτευση δεν μπορεί να διεξαχθεί υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, καθώς ο Γενικός Γραμματέας στερείται της εξουσιοδότησης να εκκινήσει μια διαδικασία εκτός του πλαισίου των δύο κοινοτήτων. Επισήμανε, δε, ότι πρόσφατες διεθνείς συμφωνίες, όπως αυτές μεταξύ της ΕΕ και μελών του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών, που περιλαμβάνουν ρητές αναφορές στις αποφάσεις 541 και 550 του ΣΑ ΟΗΕ, επιβεβαιώνουν ότι η διεθνής κοινότητα εξακολουθεί να κινείται εντός της γραμμής αυτών των αποφάσεων.
Περαιτέρω, ο κ. Έρχιουρμαν ανέλυσε τις συνέπειες μιας τέτοιας αλλαγής στο διαπραγματευτικό πλαίσιο: εάν η διαπραγμάτευση γινόταν μεταξύ δύο κρατών, δεδομένου ότι ο ΟΗΕ αναγνωρίζει μόνο την Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ), αυτή θα εκπροσωπούσε ντε φάκτο μόνο την ελληνοκυπριακή πλευρά. Αυτό, σύμφωνα με τον ηγέτη του ΡΤΚ, εγείρει σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο η παραχώρηση του πλήρους ελέγχου της ΚΔ – της οποίας η Τουρκία είναι εγγυήτρια – στην ελληνοκυπριακή ηγεσία συνάδει με τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων, ιδίως σε θέματα ενέργειας, υδρογονανθράκων, θαλάσσιων ζωνών και εμπορικών οδών. Στο πλαίσιο αυτό, έθιξε και τα πρακτικά ζητήματα που αφορούν τα ταξιδιωτικά έγγραφα της ΚΔ που χρησιμοποιούν πολλοί Τουρκοκύπριοι, καθώς και τα δικαιώματα των παιδιών από μικτούς γάμους, τα οποία, όπως είπε, ήδη παραβιάζονται από την ελληνοκυπριακή ηγεσία.
Προειδοποίησε, επίσης, ότι η εγκατάλειψη των διακοινοτικών συνομιλιών υπέρ μιας μη βιώσιμης λύσης δύο κρατών θα σήμαινε στην πράξη τη διαιώνιση της κατάστασης όπου η ελληνοκυπριακή διοίκηση χρησιμοποιεί την Κυπριακή Δημοκρατία για λογαριασμό ολόκληρου του νησιού, αποκλείοντας τους Τουρκοκύπριους – ένα αποτέλεσμα που κανείς δεν θα έπρεπε να επιθυμεί. Μια τέτοια προσέγγιση, υποστήριξε, καθώς δεν αναγνωρίζεται διεθνώς, θα υπονόμευε περαιτέρω τον αγώνα για άρση της απομόνωσης και θα καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη την αντιμετώπιση νομικών προσφυγών κατά της τουρκοκυπριακής οικονομίας στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές.
Αναφορικά με την κριτική Ερντογάν ότι η ε/κ πλευρά προωθεί την ομοσπονδία για να «παγιδεύσει» την τ/κ πλευρά, ο κ. Έρχιουρμαν παραδέχτηκε τη σημασία της σωστής προετοιμασίας μιας νέας διαδικασίας. «Δεν θέλουμε να διαπραγματευόμαστε για τα μάτια του κόσμου ή να παγιδευτούμε στο τραπέζι για χρόνια», δήλωσε, υπογραμμίζοντας την πάγια θέση του ΡΤΚ κατά των διαπραγματεύσεων χωρίς σαφές χρονοδιάγραμμα και στόχευση στο αποτέλεσμα.
Ο ηγέτης του ΡΤΚ επανέλαβε ότι οι Τουρκοκύπριοι αποτελούν έναν από τους δύο «ισότιμους συνιδρυτές εταίρους» και δεν πρόκειται να απεμπολήσουν την πολιτική τους ισότητα. Τόνισε την ανάγκη για διαμοιρασμό της κυριαρχίας – που σήμερα ασκείται από την ε/κ πλευρά για όλο το νησί – στη βάση δύο πολιτικά ίσων συνιστώντων κρατών, προειδοποιώντας ότι αν οι συνομιλίες καταρρεύσουν ξανά λόγω της ε/κ στάσης, οι Τουρκοκύπριοι δεν πρέπει να επιστρέψουν στο σημερινό status quo.
«Επιδιώκουμε άμεσα το ισότιμο διεθνές καθεστώς που δικαιούμαστε μέσω λύσης, την άρση της απομόνωσης και τον τερματισμό της άσκησης κυριαρχίας από την ελληνοκυπριακή ηγεσία εις βάρος μας», κατέληξε, συνδέοντας την επίτευξη αυτών των στόχων με την απομάκρυνση από τη λογική «η μη λύση είναι λύση». Επανέλαβε, τέλος, τη σημασία του ουσιαστικού διαλόγου με την Τουρκία και διαβεβαίωσε ότι οι όποιες διαδικασίες για το Κυπριακό θα συνεχίσουν να γίνονται σε διαβούλευση με την Άγκυρα.