του Δρ. Νικόλαου Στέλγια*
Η πρόσφατη απογοήτευση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά τη συνάντησή του με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, παρά τις προηγούμενες προσδοκίες για «σημαντικές εξελίξεις» και μια «νέα σελίδα» στο Κυπριακό με ορίζοντα την άτυπη συνάντηση της Γενεύης, φέρνει στο προσκήνιο ένα γνώριμο μοτίβο. Παράλληλα, και στην Αθήνα, αξιωματούχοι εκφράζουν «συγκρατημένη αισιοδοξία» τόσο για τα ελληνοτουρκικά όσο και για το Κυπριακό. Όμως, όταν η πραγματικότητα των εξελίξεων διαψεύδει συστηματικά τις προσδοκίες που καλλιεργούνται, το ερώτημα γίνεται πιεστικό: Πού βασίζουν τελικά Αθήνα και Λευκωσία αυτή την αισιοδοξία για την πορεία των πραγμάτων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο;
Η Στρατηγική της Εξωτερικής Πίεσης
Μια ανώνυμη τουρκική διπλωματική πηγή προσφέρει μια φαινομενικά απλή εξήγηση: Η Ελλάδα και η Κύπρος επενδύουν για άλλη μια φορά στην άσκηση πίεσης προς την Τουρκία μέσω τρίτων, κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ. Η λογική πίσω από αυτή τη στρατηγική, σύμφωνα πάντα με την πηγή, είναι ότι η Τουρκία, για οικονομικούς και διπλωματικούς λόγους, επιδιώκει μια επαναπροσέγγιση με τη Δύση. Αυτό ενισχύεται από την παρατήρηση ότι ο διάλογος Άγκυρας-Μόσχας έχει ψυχρανθεί. Σε αυτό το πλαίσιο, και με δεδομένο το ενδιαφέρον της Ευρώπης για μια νέα αρχιτεκτονική άμυνας στην οποία η Τουρκία (μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο) αναμένεται να παίξει ρόλο, Αθήνα και Λευκωσία πιέζουν ΕΕ και Ουάσιγκτον να απαιτήσουν «ανταλλάγματα» από την Άγκυρα. Στη λίστα αυτών των ανταλλαγμάτων φιγουράρουν η επιστροφή στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, η διατήρηση της ηρεμίας στο Αιγαίο και άλλες ελληνικές προτεραιότητες.
Η Τουρκική Αντίληψη και οι Προειδοποιήσεις
Ωστόσο, η ίδια τουρκική πηγή σπεύδει να μετριάσει αυτή την «υπεραισιοδοξία», όπως τη χαρακτηρίζει, της ελληνικής και κυπριακής πλευράς. Επισημαίνει τρία κρίσιμα σημεία: Πρώτον, η Τουρκία αισθάνεται ότι διαθέτει ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά. Οι Ευρωπαίοι, για παράδειγμα, θεωρείται ότι την «έχουν ανάγκη» για τη στελέχωση του νέου ευρωπαϊκού αμυντικού μηχανισμού, ενώ η εξομάλυνση στη Συρία θεωρείται αδύνατη χωρίς την τουρκική εμπλοκή. Δεύτερον, οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία είναι ραγδαίες και δυναμικές, ιδιαίτερα μετά την Άνοιξη του 2024, επηρεάζοντας τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων με τρόπο που, κατά την πηγή, είναι εξίσου σημαντικός με τις εξωτερικές πιέσεις. Τρίτον, και ίσως το πιο αιχμηρό σημείο, η πηγή τονίζει την απουσία «ουσιαστικών βημάτων καλής θελήσεως» από την ελληνοκυπριακή πλευρά σε απτά ζητήματα. Αναφέρει συγκεκριμένα την αναβολή της ενεργειακής συνεργασίας για μετά τη λύση του Κυπριακού, την «ξέφρενη κούρσα εξοπλισμών» απέναντι στην αναπτυσσόμενη τουρκική αμυντική βιομηχανία, και το Πασχαλινό μήνυμα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου που, κατά την Άγκυρα, «δηλητηριάζει την ατμόσφαιρα». Το ερώτημα που θέτει η πηγή είναι ρητορικό αλλά καίριο: «Πώς να τους εμπιστευτούμε;»
Το Βαθύτερο Πρόβλημα: Επιφανειακή Ανάγνωση και Έλλειμμα Εξειδίκευσης
Ανεξάρτητα από την εγκυρότητα ή τις εθνοκεντρικές σκοπιμότητες της τουρκικής οπτικής, τα παραπάνω μας οδηγούν σε μια ανησυχητική διαπίστωση. Για πολλοστή φορά, η στρατηγική Αθήνας και Λευκωσίας φαίνεται να εδράζεται σε μια μάλλον οριενταλιστική, μονοδιάστατη ανάγνωση της Τουρκίας, εναποθέτοντας τις ελπίδες για βελτίωση του κλίματος σε εξωτερικούς παράγοντες και πιέσεις. Αυτή η προσέγγιση, πέρα από τις όποιες ιδεολογικές εμμονές, αποκαλύπτει ένα βαθύτερο, δομικό πρόβλημα: την αδυναμία ή απροθυμία ουσιαστικής, πολυδιάστατης ανάλυσης της τουρκικής πραγματικότητας.
Το ερώτημα που προκύπτει, και το οποίο η ελληνόφωνη βιβλιογραφία και αρθρογραφία συχνά παρακάμπτει, είναι σκληρό: Είτε δεν αξιοποιούμε το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό με βαθιά γνώση της Τουρκίας, της γλώσσας, της κοινωνίας και της πολιτικής της σκηνής, είτε, ακόμη χειρότερα, δεν διαθέτουμε επαρκές τέτοιο δυναμικό και δεν φροντίζουμε συστηματικά για τη δημιουργία και ενίσχυσή του. Η προβληματική εικόνα των υπηρεσιών της Κυπριακής Δημοκρατίας που ασχολούνται με τουρκικά θέματα, παρά το γεγονός ότι η τουρκική είναι επίσημη, συνταγματικά κατοχυρωμένη γλώσσα του κράτους, είναι ενδεικτική αυτού του κενού. Μια χούφτα ειδικών προσπαθεί φιλότιμα να καλύψει τεράστιες ανάγκες, την ώρα που η επίσημη πολιτική ηγεσία εκφράζει αισιοδοξία και διακηρύσσει την πρόθεσή της για λύση του Κυπριακού.
Συμπέρασμα
Η αισιοδοξία που εκφράζεται από την Αθήνα και τη Λευκωσία μοιάζει περισσότερο με ευσεβή πόθο παρά με νηφάλια εκτίμηση της πραγματικότητας. Η εμμονή στην προσδοκία λύσεων μέσω της παρέμβασης τρίτων, σε συνδυασμό με μια επιφανειακή κατανόηση των πολύπλοκων δυναμικών εντός της Τουρκίας και της θέσης της στο διεθνές στερέωμα, συνιστά μια επικίνδυνη στρατηγική που οδηγεί σε επαναλαμβανόμενες διαψεύσεις και πιθανές στρατηγικές παγίδες. Αντί για αυταπάτες και εξαρτήσεις από εξωτερικούς παράγοντες, απαιτείται επειγόντως μια στροφή προς την ουσιαστική επένδυση στην εις βάθος γνώση και ανάλυση της Τουρκίας. Η δημιουργία και αξιοποίηση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, ικανού να αποκωδικοποιεί τις τουρκικές κινήσεις πέρα από στερεότυπα και εθνοκεντρικές προκαταλήψεις, δεν είναι πολυτέλεια, αλλά όρος επιβίωσης και αποτελεσματικής διπλωματίας σε ένα ρευστό και απαιτητικό περιφερειακό περιβάλλον. Μόνο έτσι μπορεί να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στη ρητορική της αισιοδοξίας και τη σκληρή πραγματικότητα.