Του Δρ. Νικόλαου Στέλγια
Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, στις 16 Μαίου 2025, στην τουρκική γλώσσα στο The Levant Files.
Στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, τις τελευταίες μέρες, υπό τη σκιά των συζητήσεων για τη μαντίλα, η σύγκρουση ανάμεσα στην κυπριακή και την τουρκοκυπριακή ταυτότητα έχει αναζωπυρωθεί. Στην πραγματικότητα, αυτή η συζήτηση δεν περιορίζεται μόνο στην τουρκοκυπριακή Αριστερά, αλλά εκδηλώνεται με διαφορετικές διαστάσεις και στις δύο πλευρές του νησιού. Το ερώτημα «Ποιος είναι Κύπριος;» έχει καταστεί ίσως ένα από τα πιο περίπλοκα ζητήματα της σύγχρονης κυπριακής πραγματικότητας.
Στον νότο του νησιού, στην Κυπριακή Δημοκρατία, παρατηρούμε ότι η ελληνοκυπριακή Δεξιά, ιδίως τα τελευταία χρόνια με την αύξηση των προσφυγικών ροών, προσεγγίζει την κυπριακή ταυτότητα από μια «στενή», εθνοκεντρική και θρησκευτική σκοπιά. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η «κυρίαρχη» ταυτότητα της σύγχρονης Κύπρου είναι οι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας με ελληνικές και ορθόδοξες ρίζες. Η ελληνοκυπριακή Αριστερά, από την άλλη, δεν υψώνει επαρκώς τη φωνή της σε αυτή τη συζήτηση και συχνά καταφεύγει στη νοσταλγία μιας κοινής πατρίδας για ελληνόφωνους και τουρκόφωνους Κύπριους.
Στον βορρά του νησιού, η τουρκοκυπριακή Δεξιά υιοθετεί μια ρητορική που προσπαθεί να συγχωνεύσει τους πολίτες με ρίζες στην Κύπρο και τον πληθυσμό που ήρθε από την Ανατολία μετά το 1974 στο «τουρκοκυπριακό» χωνευτήρι. Αυτή η προσέγγιση, με τη λογική «οι Ελληνοκύπριοι έκαναν λάθος, εμείς τα πήραμε με τη βία, τώρα ας τα απολαύσουμε», κινείται σε μια μιλιταριστική και εθνικιστική γραμμή.
Ωστόσο, πέρα από αυτές τις συζητήσεις ταυτότητας, η προσέγγιση του ζητήματος από ταξική-κοινωνικοοικονομική σκοπιά μπορεί να μας προσφέρει μια πιο ολοκληρωμένη προοπτική. Διότι κάθε προσέγγιση που δεν συνδυάζει τη συναισθηματική διάσταση της ταυτότητας με την ταξική πραγματικότητα, δεν επιλύει το πρόβλημα αλλά το βαθαίνει.
Η «ελληνορθόδοξη κυπριακή» πραγματικότητα που υιοθετεί η ελληνοκυπριακή Δεξιά αγνοεί τους ανθρώπους που έχουν δεθεί με τη γη της Κύπρου μέσω ταξικών και συναισθηματικών δεσμών. Ανθρώπους που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο «για ένα καλύτερο μέλλον» και θεωρούν αυτόν τον τόπο «σπίτι» τους, τους βλέπει ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας (ίσως και ως ομάδες που πρέπει να «εκδιωχθούν» από το νησί). Ναι, η εγκατάσταση ανθρώπων από την Ανατολία στην Κύπρο από την Τουρκία το 1974 (μια αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών) είναι μια άκρως προβληματική πρακτική από την άποψη του διεθνούς δικαίου. Όμως αυτή η πραγματικότητα δεν μας επιτρέπει να αγνοούμε την ύπαρξη εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων που δεν γνωρίζουν άλλη πατρίδα πέρα από την Κύπρο και παλεύουν να επιβιώσουν κάτω από δύσκολες συνθήκες.
Από την άλλη, η ρητορική της ελληνοκυπριακής Αριστεράς και των φιλελεύθερων κύκλων περί «Κυπρίων που μιλούν αυτή ή την άλλη γλώσσα» επίσης αγνοεί την ταξική διάσταση. Πώς μπορούμε να εντάξουμε σε αυτό το πλαίσιο μια εκμεταλλευόμενη εργάτρια του σεξ στη Λεμεσό ή έναν εποχιακό Κούρδο ή Αλεβίτη εργάτη που εργάζεται ανασφάλιστος στον βορρά; Πόσο διαφέρει η φράση «ήρθαν υπό τη σκιά των όπλων, να επιστρέψουν στις πατρίδες τους» από τις ακροδεξιές ρητορικές που λένε «οι παράνομοι μετανάστες να απελαθούν άμεσα»;
Τα τμήματα της τουρκοκυπριακής Αριστεράς που υιοθετούν τη στρατηγική του «ξεχωριστού τουρκοκυπριακού λαού» επίσης αγνοούν μια σημαντική αλήθεια: οι άνθρωποι που εκτοπίστηκαν από τον βορρά το 1974 δεν έχασαν μόνο τις πολυτελείς βίλες τους, αλλά και τα μέσα βιοπορισμού και τα σπίτια που δημιούργησαν με κόπο. Το δικαίωμα αυτών των ανθρώπων να επιστρέψουν στα εδάφη τους στον βορρά της Κύπρου θα παραμείνει σε ισχύ στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου μέχρι να βρεθεί λύση. Όμως η εξισορρόπηση αυτού του δικαιώματος με τα δικαιώματα των ανθρώπων που σήμερα παλεύουν να ζήσουν σε αυτά τα εδάφη (ξεκινώντας με τον διάλογο, όσο δύσκολος κι αν είναι), πρέπει να είναι κοινή ευθύνη όσων δίνουν ταξικούς αγώνες.
Η σημερινή Κύπρος, στο δεύτερο τέταρτο του 21ου αιώνα, χρειάζεται μια νέα κοινωνική στρατηγική βασισμένη στην εντατικοποίηση του ταξικού αγώνα. Δεν μιλάμε για μια νέα περιπέτεια τύπου social engineering, αλλά για μια προσέγγιση που μπορεί να εξισορροπήσει τους συναισθηματικούς δεσμούς πάνω στους οποίους διαμορφώνεται η πραγματικότητα του σύγχρονου εθνικού κράτους με τον ταξικό αγώνα.
Η αίσθηση του ανήκειν στην Κύπρο πρέπει να επαναπροσδιοριστεί πέρα από εθνοτικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές γραμμές, ώστε να περιλαμβάνει τον κοινό αγώνα όλων των εργαζομένων που ζουν στο νησί. Αυτός ο ορισμός πρέπει να λαμβάνει υπόψη τόσο τις ιστορικές πραγματικότητες όσο και τις σημερινές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.
Το Κυπριακό δεν είναι μόνο πολιτικό ζήτημα, αλλά και βαθιά ταξικό. Κάθε πρόταση λύσης που αγνοεί αυτή την πραγματικότητα θα είναι ελλιπής και ανεπαρκής. Το μέλλον του νησιού δεν πρέπει να διαμορφωθεί στα στενά καλούπια της πολιτικής ταυτότητας, αλλά στο ευρύ πεδίο της ταξικής αλληλεγγύης.