TLF Αποκλειστικό. Τουρκική Έκθεση: Δεν Είναι Αναγκαία η Εμμονή στην «Εγγενή Κυριαρχική Ισότητα»· Αρκεί το Σύνταγμα του 1960 [Ενημερώθηκε]
Καθώς οι επαφές υπό την αιγίδα του ΟΗΕ αναζητούν νέα ώθηση στο πολύχρονο Κυπριακό ζήτημα, μια νέα μελέτη υποστηρίζει ότι δεν είναι απαραίτητο να επιμένει κανείς εκ των προτέρων στο αίτημα της «κυριαρχικής ισότητας». Οι αρχές αυτές περιλαμβάνονταν ήδη στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960, το οποίο είχε ορίσει ότι οι Τουρκοκύπριοι και οι Ελληνοκύπριοι αποτελούν τους δύο ισότιμους και νόμιμους συνιδρυτές της κρατικής κυριαρχίας που μεταβιβάστηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτός ο πρωτότυπος σχεδιασμός, θεωρεί η μελέτη, θα μπορούσε να φωτίσει ξανά τον δρόμο προς μια μόνιμη λύση.
Η θέση αυτή αναλύεται λεπτομερώς στο Κυπριακό Σημείωμα Εργασίας, Σεπτέμβριος, Αρ. 1 του τουρκικού think tank TEPAV. Η έκθεση επαναξιολογεί τα θεμέλια και την κατάρρευση της εταιρικής δημοκρατίας του 1960 και προτείνει ότι μια επικαιροποιημένη επιστροφή στο πνεύμα—και σε σημαντικό βαθμό και στο λειτουργικό πλαίσιο—της αρχικής διζωνικής-δικοινοτικής συμφωνίας θα μπορούσε να ξεμπλοκάρει τις διαπραγματεύσεις. Παράλληλα, θα ενίσχυε τον ανερχόμενο ρόλο της Κύπρου ως κέντρου ασφάλειας, ανθρωπιστικής βοήθειας και διπλωματίας στη Μέση Ανατολή, σε περίοδο αυξανόμενων περιφερειακών αναταράξεων.
Η Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ) διαμορφώθηκε μέσα από μυστικές ελληνοτουρκικές διαβουλεύσεις το 1958, αποκρυσταλλώθηκε στις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου του 1959, και τέθηκε σε ισχύ το 1960, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο παρέδωσε την κυριαρχία. Επρόκειτο για έναν συμβιβασμό που δεν αποτελούσε την πρώτη επιλογή κανενός από τα δύο μέρη: οι Ελληνοκύπριοι στόχευαν στην Ένωση με την Ελλάδα, οι Τουρκοκύπριοι στον διαμελισμό. Τελικά, η κυριαρχία παραδόθηκε σε μια δικοινοτική κρατική οντότητα, βασισμένη όχι στην αριθμητική, αλλά στην πολιτική ισότητα· ουσιαστικά ένα λειτουργικό ομοσπονδιακό μοντέλο, με τις δύο κοινότητες αναγνωρισμένες ως «χωριστά και ισότιμα συστατικά μέρη».
Το Σύνταγμα προέβλεπε εκτελεστική εξουσία που μοιραζόταν ο Ελληνοκύπριος Πρόεδρος και ο Τουρκοκύπριος Αντιπρόεδρος, με υποχρεωτική συνυπογραφή όλων των αποφάσεων. Το άρθρο 50 έδινε στον Αντιπρόεδρο ισχυρό βέτο σε καίριους τομείς, όπως εξωτερική πολιτική, άμυνα και φορολογία. Το Υπουργικό Συμβούλιο (άρθρο 46) απαρτιζόταν από επτά Ελληνοκύπριους και τρεις Τουρκοκύπριους υπουργούς, διορισμένους από τις αντίστοιχες κοινότητες. Η Βουλή των Αντιπροσώπων (άρθρο 62) είχε κατανομή 70–30, ενώ προβλέπονταν και ξεχωριστές Κοινοτικές Συνελεύσεις (άρθρα 86–87) για θέματα θρησκείας, εκπαίδευσης, πολιτισμού και προσωπικού καθεστώτος. Το σύστημα χαρακτηριζόταν από μηχανισμούς ισορροπίας δυνάμεων, συχνά παραλληλιζόμενους με το «ένας στο γκάζι, άλλος στο φρένο».
Η δικοινοτική δημοκρατία κατέρρευσε στα επεισόδια του Δεκεμβρίου 1963. Μετά τις απορριφθείσες από τους Τουρκοκύπριους 13 συνταγματικές τροποποιήσεις, οι Ελληνοκύπριοι κατάργησαν στην πράξη την Αντιπροεδρία, αντικατέστησαν Τουρκοκύπριους υπουργούς με Ελληνοκύπριους και κατέλαβαν τις 15 βουλευτικές έδρες που προορίζονταν για τους Τουρκοκύπριους. Το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας (1964) επέτρεψε την ανάπτυξη της UNFICYP και στην πράξη οδήγησε στη διεθνή αναγνώριση των Ελληνοκυπρίων ως «Κυβέρνηση της Κύπρου», με την Τουρκία να συναινεί για λόγους προστασίας των Τουρκοκυπρίων. Στη συνέχεια ακολούθησαν κομβικές εξελίξεις: η τουρκική στρατιωτική επέμβαση του 1974, η ένταξη της ΚΔ στην ΕΕ το 2004, το Σχέδιο Ανάν (το οποίο αποδέχτηκαν οι Τουρκοκύπριοι αλλά απέρριψαν οι Ελληνοκύπριοι) και η μη εφαρμογή των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων για άρση απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων. Οι τελευταίοι παραμένουν Ευρωπαίοι πολίτες, αλλά στο βόρειο τμήμα της νήσου η κοινοτική νομοθεσία έχει ανασταλεί.
Σύμφωνα με το TEPAV, επειδή το 1960 καμία πλευρά δεν διέθετε ξεχωριστή κυριαρχία, το ζητούμενο σήμερα είναι η ανασύσταση του κοινά μοιρασμένου συνταγματικού πλαισίου, προσαρμοσμένου στη γεωγραφική πραγματικότητα που διαμορφώθηκε μετά το 1974. Η ιδέα αυτή ευθυγραμμίζεται με τις κορυφές Ντενκτάς–Μακάριου (1977) και Ντενκτάς–Κυπριανού (1979), όπου περιγράφηκε μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με δύο περιοχές υπό αυτοδιοίκηση. Σε αυτό το σχήμα μπορούν να συνδυαστούν και στοιχεία συνομοσπονδίας, συνοδευόμενα από εδαφικές διευθετήσεις και λύση στο περιουσιακό. Η αναφορά της TEPAV καταλήγει ότι η αγκύρωση των συνομιλιών σε αυτή την κοινή ιστορική βάση μπορεί να απεγκλωβίσει τη διαδικασία από ατελείωτα προαπαιτούμενα και να ανοίξει τον δρόμο για μια συμφωνία που θα ενισχύσει την ασφάλεια τόσο της Κύπρου όσο και της ευρύτερης περιοχής.