Αποκλειστικό: Στρατηγικές ευκαιρίες στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τουρκικών κρατών, βλέπει η Άγκυρα
του Δρ. Νικόλαου Στέλγια
Η συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας μεταξύ των τουρκικών κρατών έχει εξελιχθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, καθιστώντας την ανταλλαγή πληροφοριών ένα κρίσιμο και στρατηγικό στοιχείο της πολυδιάστατης συνεργασίας τους. Η αρχή αυτής της συνεργασίας τοποθετείται στο 1992 με τη «Σύνοδο Κορυφής των Τουρκόφωνων Χωρών». Η θεσμοθέτηση της συνεργασίας προχώρησε με τη Συμφωνία του Ναχιτσεβάν το 2009, η οποία οδήγησε στη δημιουργία του Τουρκικού Συμβουλίου, και κορυφώθηκε με τη μετατροπή του σε Οργανισμό Τουρκικών Κρατών (ΟΤΚ) στην Σύνοδο Κορυφής της Κωνσταντινούπολης το 2021. Αυτή η εξέλιξη δημιούργησε μια ισχυρή θεσμική βάση για τον πολυμερή συντονισμό στον τομέα της ασφάλειας.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Αναπλ. Καθηγητή Δρ. Μουχαμμέτ Κοτσάκ, που δημοσιεύθηκε από τη νεοσύστατη Εθνική Ακαδημία Πληροφοριών της Τουρκίας (δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2025), η ανταλλαγή πληροφοριών απέκτησε θεσμικό πλαίσιο το 1998 με το «Πρωτόκολλο της Διάσκεψης των Υπηρεσιών Πληροφοριών των Τουρκόφωνων Κρατών». Η συνεργασία αυτή ενισχύθηκε μέσω ετήσιων συναντήσεων των επικεφαλής των υπηρεσιών και απέκτησε οργανωτικό χαρακτήρα με την ίδρυση Μόνιμης Γραμματείας στην Άγκυρα μετά τη Σύνοδο Κορυφής του 2019.
Το γεωπολιτικό πλαίσιο του τουρκικού κόσμου αποτελεί πλέον ένα επίκεντρο ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων, επηρεαζόμενο από τη μείωση της παγκόσμιας εμπλοκής των ΗΠΑ, τις αναταράξεις στην ευρωατλαντική αρχιτεκτονική ασφάλειας μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, και την αυξανόμενη προβολή της Κίνας μέσω της Πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος». Σύμφωνα με τον Κοτσάκ, σε αυτό το περιβάλλον, η ανταλλαγή πληροφοριών είναι ζωτικής σημασίας όχι μόνο για την έγκαιρη προειδοποίηση και την ταχεία αντίδραση σε κοινές απειλές, αλλά και για την ενίσχυση της συλλογικής αποτροπής του τουρκικού κόσμου, παρέχοντας υπεροχή πληροφοριών στις διαδικασίες στρατηγικής λήψης αποφάσεων.
Η εμβάθυνση της ανταλλαγής πληροφοριών αναμένεται να ενισχύσει την υπάρχουσα ενότητα και εμπιστοσύνη, καθώς και να προωθήσει τις κοινές επιχειρησιακές δυνατότητες. Αυτό θα επιτρέψει την επίτευξη μεγαλύτερου στρατηγικού οφέλους από το εξωτερικό ενδιαφέρον και τον ανταγωνισμό στην περιοχή, ενώ παράλληλα θα προσφέρει ένα ισχυρότερο προστατευτικό έδαφος έναντι πιθανών κινδύνων και απειλών. Η συνεργασία αυτή έχει ήδη αποφέρει συγκεκριμένα αποτελέσματα σε επιχειρήσεις κατά οργανώσεων όπως των Γκιουλενιστών και του Ισλαμικού Κράτους, με τις τακτικές συναντήσεις των επικεφαλής των υπηρεσιών να επιταχύνουν τη διαδικασία θεσμοθέτησης.
Ο Κοτσάκ επισημαίνει ότι η συνδυασμένη εμπειρία της Τουρκίας σε διασυνοριακές επιχειρήσεις και ανάπτυξη ικανοτήτων, μαζί με τις συμπληρωματικές δυνατότητες του Αζερμπαϊτζάν, του Καζακστάν, της Κιργιζίας και του Ουζμπεκιστάν, δημιουργεί μια πολυδιάστατη αρχιτεκτονική ασφάλειας. Αυτή η δεξαμενή ικανοτήτων υποστηρίζει την αμοιβαία μάθηση στη διαχείριση κρίσεων, τις κοινές ασκήσεις και την παραγωγή στρατηγικών αναλύσεων, με τη δυνατότητα να αναδείξει τα τουρκικά κράτη σε αποτελεσματικούς περιφερειακούς και παγκόσμιους παράγοντες ασφάλειας.
Ωστόσο, η διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών αντιμετωπίζει τέσσερις δομικούς κινδύνους και εμπόδια. Ο πρώτος αφορά τις διαπραγματεύσεις και τα ηθικά ζητήματα που απαιτούν συμφωνία μεταξύ των μερών σχετικά με το είδος των δεδομένων, το επίπεδο εμπιστευτικότητας, τα νομικά και τεχνικά πρότυπα, την κατανομή του κόστους και το χρονοδιάγραμμα της μεταφοράς. Παραδείγματα όπως η οδηγία PNR της ΕΕ (σ.σ. Η Οδηγία της ΕΕ για τα δεδομένα PNR (Οδηγία (ΕΕ) 2016/681) απαιτεί από τις αεροπορικές εταιρείες να μεταβιβάζουν δεδομένα αρχείου ονόματος επιβάτη (PNR) στις εθνικές αρχές για την πρόληψη, τον εντοπισμό και τη διερεύνηση τρομοκρατικών αδικημάτων και σοβαρών εγκλημάτων), η οποία περιορίστηκε λόγω ανησυχιών για την ιδιωτικότητα, αναδεικνύουν αυτές τις προκλήσεις.
Ο δεύτερος κίνδυνος αφορά τα προβλήματα εφαρμογής, όπως η παροχή λανθασμένων, παρωχημένων ή ελλιπών δεδομένων, ή η διαρροή πληροφοριών σε τρίτους, όπως συνέβη με τις επιθέσεις F-16 στη Μοσούλη και τη Χαουίτζα λόγω ανεπαρκών πληροφοριών. Ο τρίτος κίνδυνος είναι η διαρροή κοινών πληροφοριών σε τρίτες χώρες, δημιουργώντας έμμεσα ηθικά ζητήματα. Η διαρροή δεδομένων μέσω ευπαθειών στην αλυσίδα εφοδιασμού ή τεχνικών «κερκόπορτων» μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια ολόκληρου του δικτύου. Η ποικιλομορφία των αντιλήψεων των κρατών για τις απειλές μπορεί επίσης να οδηγήσει στη χρήση κοινών πληροφοριών εναντίον του μέρους που τις παρέχει.
Τέλος, σύμφωνα με τον Κοτσάκ, η πολιτικοποίηση της ροής πληροφοριών και η χρήση της για σκοπούς εσωτερικής πολιτικής μπορεί να υπονομεύσει τη νομιμότητα και την εμπιστοσύνη. Αυτοί οι κίνδυνοι υπογραμμίζουν την ανάγκη για ισχυρά θεσμικά πρότυπα και κοινές πρακτικές για την ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα των πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών του ΟΤΚ, βασισμένης στο αμοιβαίο όφελος, τους κοινούς ορισμούς απειλών και τις συμπληρωματικές ικανότητες, με ένα «φαινόμενο διάχυσης» για τη μεταφορά των διμερών στρατηγικών συγκλίσεων σε μια πολυμερή αρχιτεκτονική. Αυτός ο συντονισμός, η ευθυγράμμιση ικανοτήτων και η θεσμική εμπιστοσύνη δημιουργούν μακροπρόθεσμη αξία ασφάλειας, υποστηρίζοντας τους στρατηγικούς στόχους των υπευθύνων χάραξης πολιτικής.
Φωτογραφία: Πρακτορείο Αναντολού