TLF Ειδικό Αφιέρωμα: Γιατί οι Τουρκοκυπριακές Εκλογές Έχουν Τόση Σημασία, Εν μέσω Νυρεμβέργειων Νόμων στην Τουρκία;
του Δρ. Νικολάου Στέλγια
Η σκιά της ιστορίας συχνά πέφτει βαριά πάνω στην πολιτική του παρόντος — και λίγες ιστορικές αναλογίες είναι τόσο ανατριχιαστικές όσο οι διαβόητοι Νόμοι της Νυρεμβέργης στη ναζιστική Γερμανία. Θεσπίστηκαν το 1935 και συστηματικά στέρησαν από τους Εβραίους τα πολιτικά τους δικαιώματα, όρισαν την ιθαγένεια με βάση το «αίμα» και ποινικοποίησαν τις σχέσεις μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων. Αυτοί οι νόμοι αποτέλεσαν το νομικό υπόβαθρο του Ολοκαυτώματος — μια τρομακτική υπενθύμιση του πόσο εύκολα ένα κράτος μπορεί να θεσμοθετήσει το μίσος και τις διακρίσεις.
Σήμερα, μια ανησυχητικά παρόμοια νομική πορεία φαίνεται να αναδύεται στην Τουρκία, ρίχνοντας βαριά τη σκιά της και πάνω στις επικείμενες εκλογές της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Η ιστορική αυτή αντήχηση γίνεται ιδιαίτερα εμφανής μέσα από το προτεινόμενο 11ο Δικαστικό Πακέτο της Τουρκίας. Όπως αποκάλυψε το The Levant Files, το νομοσχέδιο αυτό προβλέπει αυστηρές ποινές — ακόμα και φυλάκιση — για εκφράσεις που θεωρούνται «αντίθετες προς το βιολογικό φύλο και τη γενική ηθική», ενώ καθιστά εξαιρετικά δύσκολες τις διαδικασίες νομικής αλλαγής φύλου.
Η σχεδιαζόμενη τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, που ουσιαστικά ποινικοποιεί τη δημόσια έκφραση της LGBTQI+ ταυτότητας και ακόμη και τελετές αρραβώνα μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών, ερμηνεύεται από τους επικριτές ως προσπάθεια επιβολής ενός στενά συντηρητικού κοινωνικού μοντέλου, το οποίο παραμερίζει την ατομική ελευθερία. Με τη δικαιολογία της «προστασίας της οικογένειας», επιχειρείται η νομική εξάλειψη ενός μέρους του πληθυσμού — ένα βήμα που θυμίζει τη συστηματική περιθωριοποίηση της εποχής των Νόμων της Νυρεμβέργης.
Αυτή η αυταρχική διολίσθηση εκτυλίσσεται μέσα σε ένα σκηνικό βαθιάς οικονομικής κρίσης. Ο συναγερμός για την τουρκική οικονομία έχει ηχήσει: η ίδια η κυβέρνηση αναγκάστηκε να διπλασιάσει τις εκτιμήσεις της για τον πληθωρισμό, παραδεχόμενη έτσι την αποτυχία της να ελέγξει τις τιμές. Η χώρα αντιμετωπίζει επίμονη ακρίβεια και νομισματική αστάθεια, ενώ αυξάνονται οι αντιδράσεις ακόμα και από εξέχοντες επιχειρηματίες. Ο συνδυασμός πολιτικής καταπίεσης και οικονομικής ασφυξίας δημιουργεί ένα εκρηκτικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο η εξουσία μπορεί να αναζητήσει «διέξοδο» μέσα από πιο ανελεύθερα μέσα ελέγχου.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αβεβαιότητας, οι εκλογές της τουρκοκυπριακής κοινότητας αποκτούν κομβική σημασία. Η Τουρκοκυπριακή κοινότητα παραμένει στενά δεμένη με την Τουρκία — δεσμός που σφυρηλατήθηκε ύστερα από τη ντε φάκτο διαίρεση του νησιού το 1974. Η οικονομία του της διεθνώς μη αναγνωρισμένης, αυτοαποκαλούμενης «τδβκ» εξαρτάται πλήρως από την Άγκυρα, καθώς χρησιμοποιεί την τουρκική λίρα. Έτσι, η οικονομική κρίση της Τουρκίας αντανακλάται αυτούσια στην Κατεχόμενη Κύπρο, με τις τιμές να καλπάζουν και την αγοραστική δύναμη να καταρρέει.
Οι εκλογές για την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων αντιπροσωπεύουν μια καθαρή επιλογή μεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών οραμάτων για το μέλλον της κοινότητας και του νησιού.
Από τη μια πλευρά βρίσκεται ο Ερσίν Τατάρ, ο νυν ηγέτης, που προωθεί τη λύση των δύο κρατών — μια προσέγγιση πλήρως εναρμονισμένη με την τρέχουσα πολιτική της Άγκυρας και η οποία στην πράξη σημαίνει οριστική διχοτόμηση της Κύπρου. Ο Τατάρ εκφράζει τη στενή πολιτική και ιδεολογική σύνδεση με το κυβερνών συντηρητικό στρατόπεδο της Τουρκίας· μια σχέση που επιτρέπει στην Άγκυρα να επεμβαίνει ανοιχτά στα πολιτικά δρώμενα των Κατεχομένων, υπαγορεύοντας επιλογές για καίριες θέσεις εξουσίας από το 2021 και μετά. Η πιθανή επανεκλογή του θα παγίωνε τον προσανατολισμό της τουρκοκυπριακής πολιτικής προς μια Τουρκία όλο και πιο αυταρχική και κοινωνικά συντηρητική.
Από την άλλη βρίσκεται ο Τουφάν Έρχιουρμαν, αρχηγός του Κόμματος Ρεπουμπλικανών Τούρκων (CTP) και πρώην «πρωθυπουργός». Ο Έρχιουρμαν υποστηρίζει μια ομοσπονδιακή λύση στη βάση των Ηνωμένων Εθνών, με σαφή χρονοδιαγράμματα και καθορισμό του τελικού καθεστώτος των Τουρκοκυπρίων. Με το σοσιαλδημοκρατικό του προφίλ, υπερασπίζεται τον κοσμικό χαρακτήρα της τουρκοκυπριακής ταυτότητας, αντιτίθεται στις παρεμβάσεις της Άγκυρας και υποστηρίζει μια προσέγγιση πιο κοντά στις ευρωπαϊκές αξίες. Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά με τους κλασικούς σοσιαλδημοκράτες, αποφεύγει να θίξει σε βάθος τα ενδημικά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα εντός της ίδιας της κοινότητας, κάτι που αφήνει ανοιχτά ερωτήματα ακόμη και για την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Η επιλογή των Τουρκοκυπρίων δεν αφορά μόνο το Κυπριακό καθαυτό· είναι στην ουσία ένα δημοψήφισμα ταυτότητας και προσανατολισμού: Θα επιλέξουν την πλήρη πρόσδεση σε μια Τουρκία που γίνεται όλο και πιο αυταρχική και οικονομικά εύθραυστη; Ή θα στραφούν προς ένα πιο κοσμικό, φιλελεύθερο, ευρωπαϊκό μέλλον, με ό,τι δυσκολίες συνεπάγεται η πορεία προς μια ενδεχόμενη επανένωση;
Το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών δεν θα καθορίσει μόνο τη μοίρα της βόρειας πλευράς του νησιού· θα λειτουργήσει και ως βαρόμετρο για τη μάχη ανάμεσα στη δημοκρατία και τον αυταρχισμό στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.